- σωληνωτός
- -ή, -όαυτός που έχει σωλήνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σωληνωτός — ή, ό / σωληνωτός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει το σχήμα σωλήνα, που μοιάζει με σωλήνα νεοελλ. (για μηχανήματα) ο εφοδιασμένος με σωλήνες («σωληνωτοί ατμολέβητες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, ῆνος + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
σωληνωτοῖς — σωληνωτός like a masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθμοσωλήνας — ο βοτ. επιμήκης σωληνωτός αγωγός μεταφοράς οργανικών ουσιών από τα φύλλα, όπου αυτές συντίθενται, προς τα άλλα τμήματα τού φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + σωλήνας] … Dictionary of Greek
πετρελαιαγωγός — Σωλήνωση για τη μεταφορά αργού π. και των παραγώγων του από τους τόπους εξόρυξης και παραγωγής ή από τα λιμάνια άφιξης, στα διυλιστήρια ή στα λιμάνια φόρτωσης. Με πρωτοβουλία του Ροκφέλερ και της Standard Oil, οι πρώτοι πετρελαιαγωγοί… … Dictionary of Greek
σωληνικός — ή, όν Μ [σωλήν, ῆνος] σωληνωτός, σωληνώδης («λέβης σωληνικός», παπ.) … Dictionary of Greek
καλώδιο, ηλεκτρικό — Ομάδα αγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, κατάλληλα συνδεμένων και μονωμένων μεταξύ τους με έναν κοινό μανδύα. Ο όρος ισχύει και στην περίπτωση ενός μόνο μονωμένου αγωγού. Τα η.κ. μπορούν να διακριθούν σε δύο μεγάλες ομάδες: σε καλώδια μεταφοράς… … Dictionary of Greek
αυλωτός — ή, ό σωληνωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωληνωτάς — σωληνωτά̱ς , σωληνωτός like a fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)